Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

3 μέρες.

«Κινητό, κλειδιά, λεφτά, τσιγαρ...,Α γαμήσου» φώναξε. Το πακέτο έχει πάει πάλι κάτω από το iphone του. Αν υπήρχε ένας λόγος που του έλειπε το αρχαίο του Nissan ήταν αυτός. Είχε ένα τεράστιο μέρος, κολυμπήθρα σωστή, δίπλα στον λεβιέ ταχυτήτων για να βάζει τα πράγματα του στην σειρά και να τα βλέπει και να τα μετραει όπως ήθελε. Το κινητό πρώτα, τα κλειδιά δίπλα, τα τσιγάρα και τέλος το πορτοφόλι. Το εκαν δπλα στο άλλο όμορφα και στη σειρά. Έβγαλε το πακέτο κάτω από το κινητό και το στρίμωξε δίπλα του.
«Κινητό, κλειδιά, λεφτά τσιγάρα, μάτια κλειστά, θερμοσίφωνας κλειστός...θερμοσίφωνας κλειστός, θερμοσ, τον έκλεισα ; Τον έκλεισα! » διαβεβαίωσε τον υετό του δυνατά. Χαμογέλασε στο πορτοκαλί ήλιο πού μόλις είχε αρχίσει να ανατέλλει στον ορίζοντα και έβγαλε το μικρό γυάλινο φιαλίδιο από την μέσα τσέπη του σακακιού του. Ένα μήνυμα χτύπησε στον κινητό του. Δάγκωσε το φιαλίδιο και πήρε το κινητό στα χέρια του. 
''Παντελής'' έγραφε στην οθόνη. Του φαινόταν πολύ περίεργο που είχε αποθηκεύσει τον πατέρα του με το όνομα του, αλλά δεν μπορούσε να τον βάλει ''μπαμπά''. Το ''πατέρας'' ήταν ακόμα πιο περίεργο, το ''dad'' γελοίο εντελώς. Ξεφυσιξε εκνευρισμένος και άνοιξε το μήνυμα. Ήξερε τι θα έγραφε. Τέσσερα χρονιά πριν μετά τον καυγά στον γάμο, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι τον είχε ''ξεφορτωθεί''.  Αλλά όχι ο πατέρας του δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να κρατήσει κακία σε κανένα για πολύ καιρό. Ούτε 2 μήνες μετά είχε αρχίσει ξανά τα τηλέφωνα. Όταν κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να παίρνει απάντηση, σε ούτε ένα από τα είκοσι τηλέφωνα αγόρασε κινητό για να στέλνει μνήματα. Πάλι δεν έπαιρνε απάντηση αλλά τουλάχιστον έλεγε αυτό που ήθελε.
Ο Αλέξης ήξερε τι θα έλεγε το μήνυμα. Το κλασσικό μήνυμα του πρωινού της Κυριακής. Το κλασσικό μήνυμα για τα γαμημένα τσιπουρακια που δεν είχαν πιει πότε.
   Με τον εκνευρισμό του να μεγαλώνει όλο και περισσότερο, κατέβασε ταχύτητα και έσυρε το δάχτυλο του στην οθόνη. Ανοιξε το μυνημα . 

«Gia soy mikre, o mpampas eimai. Abrio to mesimeri ua ime sto barba Teli gia tsipurakia. Ela na fame ke kanena meze na mu pis ta nea soy » 

«Α γαμησου εσύ και ο Τελης και τα γαμημένα τσιπουρακια σου» φώναξε και το φιαλίδιο έπεσε  από το στόμα του ανάμεσα στο ποδιά του. Δεν είχε ιδέα γιατί ήταν τόσο νευριασμένος. Γιατί δεν Προυσέ ο καλόγερος απλά να νευριάσει μαζί του να παρεξηγηθεί κάτι ρε πουστη μου  και να τον αφήσει στην ησυχία του; Όλη αυτή η γαμημένη καλοσύνη του τον έκανε να αισθάνεται ακόμα μεγαλύτερες τύψεις που του φερόταν έτσι.
«Α γαμησου» ξαναφώναξε στον αέρα. Κάρφωσε πέμπτη και η μηχανή της Boxer βρυχήθηκε κάπως με αγνεία στον ήρεμο δρόμο του Χορτιάτη. Πήρε το φιαλίδιο και άδειασε σχεδόν όλο το περιχυμένο του επάνω στην οθόνη του κινητού. Κοίτα μπαμπά, μαγικά σκέφτηκε με ένα κάπως ανόητο αίσθημα εκδίκησης. Είχε ακόμα κομματάκια άσπαστα αλλά τέτοια ώρα τέτοια λογία. Έβαλε το κινητό κάτω από την μύτη του και ρούφηξε με όλη του την δύναμη. Το άσπρο βουναλάκι εξαφανίστηκε σχεδόν. Πήγε να ρουφήξει και το υπόλοιπα όταν με την άκρη του ματιού του είδε το κόκκινο φανάρι. 
Τα φρένα στρίγκλισαν άγρια και ο το αμάξι παραλίγο να ξεφύγει από την παρία του αλλά τελικά κατάφερε και σταμάτησε 1 εκατοστό πριν την διάβαση. Μια γριά και δυο νεαροί τον κοίταξαν τρομαγμένοι, και αφού σιγουρευτήκαν ότι δεν θα ξεκινήσει πέρασαν τον δρόμο τρέχοντας.  Μάρσαρε δυνατά πριν διασχίσουν τον δρόμο εισπράττοντας ένα διπλό κωλοδαχτυλο από τους νεαρούς.
Έβαλε πρώτη και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει αλλά σταμάτησε απότομα . στο απέναντι πεζοδρόμιο στεκόταν αυτή. Άψογη και πανέμορφη με το μαύρο της κουστούμι και την κοντή, όχι κοντή, ανύπαρκτη σχεδόν φούστα της. Σε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα ίσως να φαινοντουσαν πρόστυχα αλλά σε αυτή ήταν απλά κυριλέ και άψογα. Τα μακριά της ποδιά σε μαγνήτιζαν. Την έβλεπε τις τρεις τελευταίες μέρες για δευτερόλεπτα. Τη Πέμπτη την είχε δει στο εστιατόριο που έτρωγε και νόμιζε ότι τον είχε χαιρετίσει. Αλλά όχι την επόμενη μέρα είχε καταλάβει τι του έχει κάνει με το χέρι της. Την Παρασκευή την είχε δει στην Τσιμισκη στην απέναντι μεριά του δρόμου και πάλι είχε σηκώσει χέρι της σαν να του κάνει το σήμα της νίκης. Εκεί κατάλαβε. Δεν του έκανε το σήμα της νίκης του έχει σηκώσει 2 δάχτυλα. Και την προηγούμενη τρία. Και σήμερα το μεσημέρι καθώς έφευγε από το γραφείο την είχε  δει στο παρκινγκ να του δείχνει 1 δάχτυλο. Και τώρα ήταν απέναντι και έχει σηκωμένο το χέρι της κάνοντας του το σήμα του 'όλα καλά' αλλά αυτός ήξερε. Δεν του έκανε όλα καλά αλλά τον αριθμό 0. Είχε σηκωμένο το χέρι της και τον κοιτούσε με εκείνο το απίστευτο πονηρό και κάπως αόριστα τρομακτικό χαμόγελο της. Σκέφτηκε να της κατεβεί και να της μιλήσει να την ρωτήσει τι στο διάολο ήθελε, αλλά δεν ήταν σε θέση να μιλήσει σε οποιανδήποτε. Έχει καταναλώσει τουλάχιστον ενάμιση μπουκάλι  Lagavulin 18 ετών και πάνω από 8-10 γραμμάρια κοκαΐνη. 
Τερέτισε το γκάζι και η Porche, επιτάχυνε μουγκρίζοντας. Τι σκατα εννόησε 3,2,1,0 αυτή η καργ, πήγε να σκεφτεί αλλά το μετάνιωσε δεν ήθελε να την πει καργιολα, δεν ήθελε να την βρίσει, χωρίς να ξέρει για ποιον ακριβώς λόγο. Σαν να φοβόταν να σκεφτεί η να μιλήσει άσχημα για αυτή. Κάπως πίστευε ότι θα το μάθαινε η θα το καταλάβαινε αν το έκανε.
«Μα τι μαλακιές σκάφτεσαι» είπε στον υετό του και επιτάχυνε κιαλλο. Συνειδητοποίησε ότι ακόμα στα χέρια του κρατούσε το κινητό με το μυνημα του πατέρα του ακόμα στην οθόνη. Ο εκνευρισμός του επέστεψε θεριεμένος. 
«Α γαμησου» είπε και πέταξε το κινητό του στο πίσω κάθισμα για να το μετανιώσει το επόμενο δευτερόλεπτο.
Μπορείς να το κανείς ,μπορείς να αντέξεις ακόμα τρία λεπτά να φτάσεις στο σπίτι σκέφτηκε. 
«Κινητό πίσω στο κάθισμα, κλειδιά, λεφτά ...» ούτε καν. Δεν υπήρχε περίπτωση να ηρεμήσει το υψδ του με το κινητό του σε σημείο που δεν μπορούσε να το δει η να το αγγίξει. Ήξερε ναι ότι ήταν πίσω αλλά πίστευε ότι θα τρελαινόταν αν δεν το έπαιρνε 
Χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον δρόμο, έβαλε το χέρι του στο πίσω κάθισμα, άρχισε να ψάχνει ψηλαφιστά  και άρχισε τον ιερό μονόλογο. 
«Κινητό, κινητό ΚΙΝΙΤΟ γαμωτο» είπε και γύρισε να δει που σκατα είχε πέσει.

Την στιγμή που τα δάχτυλα του άγγιξαν την κρύα επιφάνια του κινητού, ένα αίσθημα ηρεμίας και εφορίας κατέκλισε την ψύχη του.
«Κινητό, κλειδιά, λεφτά, τσιγάρα» είπε και έσκυψε να στουμπώσει ξανά το κινητό δίπλα στα τσιγάρα «μάτια κλειστά, θερμο...»

 Ένα εκκωφαντικό ''γκτουπ'' και ύστερα άρχισε να πεταει. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν είχε συνιδοτοιησει  τι είχε συμβεί, όταν ξαφνικά το αμάξι έπεσα ξανά στο έδαφος και άρχισε να τουμπάρει στον γκρεμό. Η θέση του οδηγού έσπασε και πήγε απότομα μπροστά σπάζοντας και τα δυο ποδιά του ,από τα γόνατα και κάτω. Ο πόνος ήταν απερίγραπτος αλλά δεν ήταν τίποτα σε σχέση με αυτό που ακολουθησε το αμάξι συνέχισε να ντεραπάρει η θέση έφυγε εντελώς και άρχισε να κτυπάει στην καμπίνα του αμαξιού. Το δεξί χέρι του Αλέξη πιάστηκε κάπου και στο επόμενο ντεραπάρισμα η παλάμη του αποκόπηκε  από το υπόλοιπο χέρι. Το ουρλιαχτό που έβγαλε του τρύπησε τα ιδία του τα αυτιά και ένιωσε το λαρύγγι του σχάζετε. Κάποια στιγμή το αμάξι σταμάτησε.... Ένα τεράστιο κλαδί από ελατό ήταν καρφωμένο σαν λόγχη στον αριστερό του ώμο και ένα μεγάλο μαύρο σιδερό έβγαινε από το στομάχι του. Περιέργως ακόμα ήταν ζωντανός και είχε πλήρη αίσθηση το τι του συμβαίνει. Ο πόνος που αισθανόταν δεν μπορεί να περιγραφεί με καμία λέξη.

Κοίταξε γύρω του και ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στο στραπατσαρισμένο πρόσωπο του με αυτό που είδε. Το κινητό του, τα κλειδιά του, το πορτοφόλι και τα τσιγάρα του ήταν ακόμα σφηνωμένα δίπλα στον λεβιέ. Η είρωνα χρηστέ μου, σκέφτηκε. 
Πήρε το κινητό του και άρχισε να πληκτρολογεί. Ήξερε ότι θα πέθαινε αλλά θα έπαιρνε στο νοσοκομιο πρώτα, μπορεί και να σωζόταν. Έβηξε και κόντεψε να πνίγει με το αίμα που βγήκε από το στόμα του. Το στομάχι του καιγόταν από τον πόνο, και αίμα υπήρχε παντού. Θεέ μου ποσό αίμα. σκέφτηκε κάπως αργά. Παρόλο που έξω ξημέρωνε, αυτός άρχισε να τα βλέπει όλα πιο σκοτεινά . Έπαιρνε επίπονες μικρές ανάσες . Θα έπαιρνε το νοσοκομείο αλλά έπρεπε πρώτα να ολοκληρώσει αυτό που είχε αρχίσει. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε αφήσει τον ιερό μονόλογο στην μέση, όχι πως δεν ήθελε, θα έδινε τα πάντα για να το έκανε έστω και μια φορά αλλά δεν άγονταν απλά ήταν αδύνατο. Μέχρι και με τα χάπια που έπαιρνε εκείνη την περίοδο πάλι δεν είχε καταφέρει να μην το κάνει. Θα έπαιρνε το νοσοκομείο αλλά πρώτα ...
«Κινητό, κλειδιά, λεφτά, τσιγάρα, μάτια κλειστά, θερμοσίφωνας κλειστός!» ψιθύρισε βήχοντας κιαλλο αίμα. Όχι δεν είχε γίνει σωστά. «Κινητό. ΚΙΝΙΤΟ εδώ, κλειδιά εδώ, λεφτά, λεφτά; Εδώ» είπε και κοίταξε το δερμάτινο πορτοφόλι του. Χρηστέ μου γιατί σκέφτηκε. Γιατί σε μένα. Σήκωσε το κινητό του να πάρει τηλέφωνο. Γαμωτο αιμορραγούσε σαν το σκυλί στην άκρη του δρόμου, ψοφούσε, ένιωθε την ανάσα του να τελειώνει και αυτός ακόμα σκεφτόταν το αν έκλεισε τα γαμημένα μάτια της κουζίνας. Όχι θα τα κατάφερνε. Για πρώτη φορά θα έκανε κάτι άλλο πριν τελειώσει τον ιερό μονόλογο. Θα έπαιρνε αυτό το τηλέφωνο, μπορεί και να ζούσε τελικά. 
«Κινητό, κλειδιά, λεφτά τσιγάρα, μάτια κλειστά» ξανάρχισε« μάτια κλειστά ναι! Τα έκλεισα, μάτια...» είπε με την τελευταία ανάσα του και όλα μαύρισαν.


«Μάτια κλειστά, Θερμοσίφωνας κλειστός. Η όχι; Τον έκλεισες Αλέξη; Τον έκλεισες;»

Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε να δωμάτιο με ακριβή βαριά ξύλινη διακόσμηση. Στους τοίχους είχε τεράστιες γεμάτες βιβλιοθήκες.
«Τον έκλεισες λοιπόν;» Κοίταξε μπροστά του. Πίσω από ένα τεράστιο ξύλινο γραφείο καθόταν αυτή. Τον κοιτούσε με τα πελώρια πανέμορφα κατάμαυρα μάτια της. Τα κορακίσια μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά. Στο χείλη της ήταν ζωγραφισμένο εκείνο το πονηρό χαμόγελο της.
Παρόλο που δεν ήξερε που βρισκόταν και τι συνέβαινε ο πάντα κυριλέ Αλέξης προσπάθησε να ευπρεπιστεί μπροστά σε μια τέτοια παρουσία. Έστρωσε με μια γρήγορη κίνηση τα μαλλιά του και κοίταξε κάτω να στήσει το σακάκι του και το παντελόνι του. Γούρλωσε τα μάτια του στο θέαμα .τα ρούχα του ήταν ματωμένα κουρέλια και μια τρύπα σε μέγεθος μπάλας του τένις έχασκε στην κοιλιά του. Σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε τρομαγμένος.
«Bonjour mon chéri» είπε και το χαμόγελο της πλάτυνε περισσότερο.